- μισαλλόδοξος
- -η, -ο1. αυτός που μισεί τους αλλοθρήσκους2. (κατ' επέκτ.) αυτός που μισεί όσους έχουν διαφορετικές κοινωνικές, πολιτικές κ.ά. πεποιθήσεις από τις δικές του.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ἀλλόδοξος «αλλόθρησκος, αυτός που έχει διαφορετική αντίληψη για κάτι». Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.